ανεκτίμητος — η, ο 1. αυτός που δεν εκτιμήθηκε: Το περιβόλι το μεγάλο είναι ακόμη ανεκτίμητο. 2. αυτός τον οποίο δεν μπορεί να εκτιμήσει κανείς όσο αξίζει, πολύτιμος: Οι εικόνες αυτές είναι βυζαντινές, ανεκτίμητες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αξετίμητος — (κ. τίμωτος), η, ο αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να εκτιμηθεί, ο ανεκτίμητος … Dictionary of Greek
ατίμητος — η, ο (AM ἀτίμητος, ον) [ατιμώ ( άω)] 1. αυτός που δεν τον έχει τιμήσει κανείς, ο περιφρονημένος 2. ανεκτίμητος, πολύτιμος αρχ. 1. αυτός που δεν έχει ανταμειφθεί για κάτι 2. «ἀτίμητος δίκη» δίκη της οποίας η τιμωρία είναι ορισμένη εκ των προτέρων… … Dictionary of Greek
πολύτιμος — η, ο / πολύτιμος, ον, ΝΜΑ 1. (ιδίως σχετικά με πρόσ.) εξαιρετικά χρήσιμος, πάρα πολύ, επωφελής, ανεκτίμητος (α. «πολύτιμος φίλος» β. «πολύτιμος μουσοεργός», Ιπποκρ.) 2. αυτός που έχει μεγάλη αξία, βαρύτιμος («πολύτιμοι λίθοι» ορυκτά που… … Dictionary of Greek
σπάνιος — α, ο / σπάνιος, ον, ΝΜΑ [σπάνις] 1. αυτός που βρίσκεται σε μικρή ποσότητα, λιγοστός («τὰς δὲ ἄρκτους ἐούσας σπανίας», Ηρόδ.) 2. αυτός που συμβαίνει σπάνια νεοελλ. 1. εκλεκτός, ξεχωριστός («έχει σπάνια χαρίσματα») 2. πολύτιμος, ανεκτίμητος (α.… … Dictionary of Greek
αξετίμητος — η, ο επίρρ. α ανεκτίμητος: Έφερε από την ξενιτιά πράγματα αξετίμητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ατίμητος — η, ο 1. αυτός που δεν τιμήθηκε, περιφρονημένος: Είχε κάνει τόσα για τον τόπο, που δεν έπρεπε να πεθάνει ατίμητος. 2. ανεκτίμητος, πολύτιμος: Το κόσμημα αυτό σήμερα είναι ατίμητο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)